ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ
Αρχαία Ελληνικά Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών
Γ’ Λυκείου
Καθηγήτρια: Αλεξάνδρα Σούρλη
Λεξιλογικά:
Συνώνυμα/Αντώνυμα:
- ειμί: γίγνομαι,υπάρχω,διατελώ / θνήσκω, τελευτώ, απολείπω, απόλλυμαι
- δεί: προσήκει, χρή
- λανθάνω: κρύπτομαι, διαφεύγω, αμνημονώ/ μέμνημαι, φαίνομαι, μιμνήσκομαι
- αμφισβητώ: αμφιλέγω, διαφωνώ/ ομολογώ, δέχομαι
- λαμβάνω: δέχομαι, μισθούμαι, κτώμαι / δίδωμι, δωρούμαι, παρέχω
- μανθάνω: γιγνώσκω/αγνοώ
- βίος: ζωή/τελευτή, θάνατος
- δήλος: εμφανής, εναργής/αφανής, άδηλος
- διδάσκω: νουθετώ, παραινώ, παρακελεύομαι
- έχω: κοινωνώ/ αφίσταμαι
- πράττω: ποιώ, τελώ, επιμελώ, δρω, εργάζομαι/ αδρανώ, αργώ, απρακτώ
- οικέω: διατρίβω, διαιτώμαι
- δίκαιος: χρηστός, επιεικής/ άδικος
- ορίζω: διακρίνω, διαστέλλομαι
- λέγω: φημί, αγορεύω, δημηγορώ,φράζω,λαλώ/ σιγώ, σιωπώ
- οράω-ορώ: θεώμαι, εξετάζω, σκοπώ/ αβλεπτώ, τυφλώττω
- αμφισβητώ: αμφιλέγω, διαφωνώ/ ομολογώ
- καλώ: ονομάζω, προσαγορεύω, δοκώ, νομίζω, υπολαμβάνω, οίομαι, ηγούμαι, φρονώ, ευρίσκω, ετυγχάνω/ απόλλυμι
- αμαρτάνω: σφάλλομαι, αστοχώ/ επιτυγχάνω, ευστοχώ
- επαινώ: εγκωμιάζω, υμνώ, ευλογώ/ ψέγω, μέμφομαι, αιτιώμαι
- άγω: ηγούμαι, κομίζω, φέρω, οδηγώ/ αφίημι, καταλείπω
Παράγωγες λέξεις:
Θαυμάζω:
- μένω έκθαμβος
- με αιτιατική: βλέπω κάτι με θαυμασμό και έκπληξη
- τιμώ
- με γενική = εκπλήττομαι
- νιώθω αμηχανία, περιέργεια
- παθητικό = προσβλέπομαι με θαυμασμό
Παράγωγες λέξεις: θάμβος, θαυμάσιος/ φράσεις θαύμα ιδέσθαι, μαθείν τα θαύματα = τα τεχνάσματα ταχυδακτυλουργικών
Θαυμάσιος= ο άξιος θαυμασμού, θαυμαστός, έξοχος, σφόδρα, καθ’υπερβολήν
Θαύμα = κατάπληξη, έκπληξη, το άξιον θαυμασμού, το μη υποκείμενο στην ανθρώπινη λογική
Άρχω-άρχομαι = αρχίζω, με γενική = κυβερνώ, είμαι αρχηγός
Άρχω-αρχήν = χειρίζομαι αξίωμα
Παθητικό = κυβερνώμαι
Ιαρχόμενοι = υπήκοοι
Παράγωγες λέξεις:
Αρχή = αρχαίος, αρχαιρεσία, άναρχος, αρχομανής, αρχείο
Αρχή = έναρξη, πρώτη αιτία, πηγή
Φράσεις με αυτή την λέξη: Καταρχάς= στην αρχή, εν πρώτοις, εξ αρχής = από την αρχή, αρχήν = κατ’αρχάς
Ραστώνη: ευχέρεια, εύθυμη διάθεση, πραότης, ηπιότης, ραθυμία, νωχέλεια
Άτοπος: εκτός τόπου, ασυνήθης, παράδοξος, παράλογος, ανάρμοστος, αφύσικος, παρά φύσιν
Δήλος: φανερός, εμφανής, σαφής, εναργής/ άδηλος, αφανής, αδιόρατος
Π.Λ.
εκδήλωση, υποδήλωση, διαδήλωση, αδήλωτος
Γένεσις: εκ του γίγνομαι, ενώ, γέννησις, εκ του γεννάω-γεννώ
Γενέθλια: γενέτειρα, γονιός, γονίδιο, γόνος, γυναίκα, άγονος, συγγενής, ιθαγενής, γηγενής
Πάθημα (πάσχω): πάθηση, πένθιμος, εμπαθής, περιπαθής, προσπαθώ, ηδυπάθεια, ηττοπάθεια, μυστικοπαθής
Επίσταμαι: επιστημονικός, πανεπιστήμιο, πανεπιστημιακός
Χρόνος: χρόνιος, χρονοβόρος, βραχυχρόνιος, πολύχρονος, χρονοτριβή, χρονολογία, άχρονος, σύγχρονος
Χρώμαι: χρήση, χρήμα, χρηστός, χρέος, χρησιμοθηρία, καταχρηστικός, κοινόχρηστος, χρεόγραφο
Φεύγω: απέρχομαι, αποδιδράσκω, διώκω
Φυγή: φευγαλέος, φυγάς, φυγόπονος, φυγόδικος, φυγόκεντρος, αναπόφευκτος, πρόσφυγας, κρησφύγετο
Ελεύθερος: (από την ρίζα του ρήματος ελεύθω-ελεύσομαι) ελευσίνα, ιταμός, ισθμός
Φημί: αφασία, προφήτης, θέσφατος
Ειμί: όντως, ουσία, ανούσιος, απών, εξουσία, επουσιώδης, περιουσία, αυτούσιος, αυτεξούσιος
Άγω: αγωγή, αγωγός, αγώι, εξαγωγέας, παρείσακτος, μυσταγωγία, λοχαγός, οδηγός, οχλαγωγία, χορηγός
Διαπορίζομαι: άγω, φέρω, προμηθεύω, επινοώ, μηχανώμαι, σχεδιάζω
Κείμαι: κοίτη, κειμήλιο, (σύνθετα του κείμαι, πρόσκειμαι, διάκειμαι, σύγκειμαι, υπόκειμαι, αντίκειμαι, έγκειμαι)
Προσήκει: δεί, χρή (ο προσήκων σεβασμός, τα προσήκοντα = τα δέοντα)
Εργάζομαι: αργία, εργάτης, απεργία, όργανο, εργόχειρο, καινούργιος, κωλυσιεργώ, ραδιενεργός, συνεργείο, πρωθυπουργός, χειρουργείο)
Τίθημι: θέμα, θέση, θεσμός, θετός, θήκη, αθετώ, θησαυρός, επίθετο, θεμέλιο, οριοθέτηση, υιοθετώ, ταξιθέτρια
Έχω: έξη, σχετικός, σχέδιο, σχεδόν, σχέση, σχολείο, σχολαστικός, πρόσχημα, καχεκτικός, πλεονέκτης, ευωχία, προσεχής, συνοχή, σχεδόν
Πας: πάγκρεας, πανίσχυρος, πανόραμα, πανσέληνος, πασίγνωστος, πανανθρώπινος, παντοδύναμος, παγκόσμιος
Τάσσω: τάξη, τάγμα, τακτικός, άτακτος, παράταξη, επιτάσσω, ένταξη, συντάκτης, λιποταξία, λιποτάκτης, ταξίαρχος
Ώρα: ορισμένος χρόνος, χρονική περίοδος, ανθηρή εποχή. Στην αττική διάλεκτο σήμαινε την ώριμη ηλικία.
Τα ωραία: Τα προϊόντα, οι καρποί των διαφόρων εποχών του έτους.
Ωραίος: ο γενόμενος την προσήκουσα ώρα, έγκαιρος, ώριμος
Άωρος = άγουρος, πρόωρος, πριν την καθορισμένη ώρα, πάρωρος = πολύ αργά, μέθωρος = μετά τον καθορισμένο χρόνο
Λέγω: λόγος, λογιστής, άλογος, αξιόλογος, λογοτέχνης, απόρρητος, ρήμα, ρήτορας, κοντολογίς
Νεάζω: νεανίας, νεανικός, νεάνις (η νεάνις), νεαοιδός = αυτός που τραγουδάει νεανικά.
Νεαροφανής = ο νεοεμφανισθείς
Μείρομαι: μοίρα, μερίδιο, μερίζω, μόριο, μέρος
Μείγνυμι: μείγμα, μεικτός, πρόσμειξη, επιμειξία
Μέλλω: μελλοντικός, μελλοντολόγος, μελλοθάνατος
Κεράννυμι: κρατήρας, κρασί, κράμα, κράση, ακήρατος
Γη: γηγενής, γήπεδο, γήινος, γήλοφος, γηπετής
Ευνή: σύνευνος, ομόκλινος, ευνάσιμος = ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί ως ευνή.
Βιβρώσκω: βορά, βρώση, βρώμη, το βρώμα
Δέω = δένω, δεσμεύω, δέση, δετός, υπόδημα, διάδημα, κρήδεμνο = κεφαλόδεσμος
Καίω: καύση, καυτήρ, καύμα, καύσος, έγκαυμα
Λανθάνω: λήθη, αληθής, λαθραίος, λαθραναγνώστης, λαθρεπιβάτης, λάθρα
Δίδωμι: δόση, δωρεά, δώρο, αντίδοτο, ανέκδοτο, φιλοδώρημα, χρηματοδότης
Πυρ: πυραγός, πυρομανής, πυρίμαχος, πυράντοχος, πυρόπληκτος
Απορία: έλλειψη, στέρηση, ένδεια, πενία, δυσκολία πρόσβασης, διάδοσης
Ευπορία: ευκολία, ευχέρεια, ικανότητα, αφθονία, πλούτος, σωρεία, αποθέματα
Φυλακή: φρούρηση, επαγρύπνηση, ειρκτή, επιτήρηση, επιφυλακτικότητα, νυχτερινή βάρδια
- Δημιουργήθηκε στις
- Τελευταία ενημέρωση στις
- Προβολές: 2103